- πασσάλιον
- τὸ, Α [πάσσαλος](κατά τον Ησύχ.) α) «πασσαλίσκος»β) «τοῡ ζυγοῡ τῆς κιθάρας τὸ μέσον».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασσάλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παττάλιον — πασσάλιον , πασσάλιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασσάλια — πασσάλιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασσούλι — το ξύλινος πασσαλίσκος που χρησιμεύει ως πίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. τού πασσάλιον, υποκορ. τού πάσσαλος*] … Dictionary of Greek
πατταλίων — πασσαλίων , πασσάλιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)